σιγγρίασις

σιγγρίασις
σιγγρίασις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιγγρίασις — και σιγρίασις, άσεως, ἡ, Μ αβαθής και επώδυνη εξέλκωση τού βλεννογόνου τής στοματικής κοιλότητας τών ιπποειδών, η άφτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σίγραι] …   Dictionary of Greek

  • σιγρίασις — άσεως, ἡ, Μ (δ. γρφ.) βλ. σιγγρίασις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”